- ναΐσκος
- ο (Α ναΐσκος) [ναός]μικρός ναός, εκκλησάκι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ναίσκου — νάισκος shrine masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναίσκους — νάισκος shrine masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναίσκων — νάισκος shrine masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναίσκῳ — νάισκος shrine masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… … Dictionary of Greek
ναϊσκάριον — ναϊσκάριον, τὸ (Α) [ναΐσκος] υποκορ. τού ναΐσκος … Dictionary of Greek
Naiskos — Grave shrine from the Kerameikos Aristonautes as warrior ca. 330 310 B.C. marble h. 2.91m. The naiskos (Greek: ναΐσκος; Greek etymology: νάος, English translation: temple ) is a small temple in Classical order with columns or pillars and pediment … Wikipedia
Naiskos — des Aristonautes, vom Kerameikos in Athen, um 320 v. Chr. Ein Naïskos (griechisch ναϊσκος „Tempelchen“, Diminutiv zu naós „Tempel“) ist ein kleiner Tempel in klassischer Bauordnung mit Säulen oder … Deutsch Wikipedia